διασπειρομένη

διασπειρομένη
διασπείρω
scatter
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διασπειρομένῃ — διασπείρω scatter pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιώρημα — το (Α αἰώρημα) [αἰωρῶ] 1. αυτό που αιωρείται στο κενό, που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η αιώρα 2. Χημ.. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη φάση) που αιωρούνται μέσα σε ένα υγρό ή αέριο (μέσο διασποράς) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αιώρημα ή εναιώρημα — Ετερογενές σύστημα μεταξύ ουσιών υγρών, στερεών ή αερίων όπου ενυπάρχουν πάντοτε δύο φάσεις, που αποτελούνται αντίστοιχα από ένα υλικό που διασπείρεται (υγρή ή αέρια μάζα) και τη διασπειρόμενη ουσία (υγρή ή στερεή μάζα, βλ. λ. διασπορά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”